καταφρόνησις

καταφρόνησις
καταφρόνησις
contempt
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταφρονήσει — καταφρόνησις contempt fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταφρονήσεϊ , καταφρόνησις contempt fem dat sg (epic) καταφρόνησις contempt fem dat sg (attic ionic) καταφρονέω look down upon aor subj act 3rd sg (epic) καταφρονέω look down upon fut ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρονήσεις — καταφρόνησις contempt fem nom/voc pl (attic epic) καταφρόνησις contempt fem nom/acc pl (attic) καταφρονέω look down upon aor subj act 2nd sg (epic) καταφρονέω look down upon fut ind act 2nd sg καταφρονέω look down upon aor subj act 2nd sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρονήσεσι — καταφρόνησις contempt fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρονήσηι — καταφρόνησις contempt fem dat sg (epic) καταφρονήσῃ , καταφρονέω look down upon aor subj mid 2nd sg καταφρονήσῃ , καταφρονέω look down upon aor subj act 3rd sg καταφρονήσῃ , καταφρονέω look down upon fut ind mid 2nd sg καταφρονήσῃ , καταφρονέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρονήσης — καταφρόνησις contempt fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφρόνησιν — καταφρόνησις contempt fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • небрежениѥ — НЕБРЕЖЕНИ|Ѥ (143), ˫А с. 1.Отсутствие заботы, прилежания; небрежность: а понѥже нѣции иночьскыи приимъше образъ. цр҃квьны˫а и градьскы˫а съдѣвають вешти. ходѧште по нѥбрѣжению въ градѣхъ. (ἀδιαφόρως) ΚΕ XII, 32а; ˫ако же бо небрѣжениѥмь видимъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • обида — ОБИД|А1 (175), Ы с. 1.Несправедливость, зло, насилие: Богатыи обидѹ сътворивъ и самъ прогнѣваѥть сѧ: ѹбогыи же обидимъ и самъ примолить сѧ. (ἠδίκησεν) Изб 1076, 150; небрезѣте братие и г҃ьѥ небрезѣте. кѹю обидѹ сътворихъ братѹ моѥмѹ и вамъ братиѥ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καταφρονησία — και καταφρονεσία, ἡ (Μ) περιφρόνηση, έλλειψη σεβασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταφρόνησις, με επίδραση τών ουσ. σε σία, πρβλ. ακίνη σία, φιλη σία] …   Dictionary of Greek

  • καταφρόνηση — και καταφρόνεση, ἡ (AM καταφρόνησις, Μ και καταφρόνεσις) [καταφρονώ] 1. περιφρόνηση, ηθική μείωση, προσβολή, έλλειψη υπολήψεως προς κάποιον ή κάτι 2. ταπείνωση, εξευτελισμός νεοελλ. μσν. 1. ασέβεια 2. θράσος αρχ. 1. αυτοπεποίθηση, συναίσθηση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”